Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Apathy - Honkey Kong [2011]


Πέρασαν δύο χρόνια σχεδόν από τον τελευταίο ραπ δίσκο που με συνεπήρε. Από την πρώτη ακρόαση στο «Honkey Kong» καταλαβαίνεις ότι έχει όλα τα σωστά υλικά. Όμορφες λούπες, παθιασμένους mc και έξυπνα lyrics πλαισιωμένα από σέξι φωνητικά. Ο Apathy, χρειάστηκε να φύγει από τη μεγάλη δισκογραφική (Atlantic) για να δει προκοπή. Και δεν είναι ότι δεν έχει ταλέντο. Το αντίθετο. Είναι σαν μάγος των λέξεων. Στήνει ρίμες τόσο περίτεχνα που είσαι χαρούμενος μόνο να διαβάζεις τους στίχους του. Όχι βέβαια πως στη μουσική πάει πίσω. Στο «Check to Check» βγάζει το καπέλο στους φαν του και άνετα θα μπορούσα να τον φανταστώ σε Battle σαν αυτές που έπαιρνε μέρος ο Eminem στο 8 mile. Το «Holy Ghost (feat. Slaine)» με τα εθιστικά synths και τον καταιγιστικό ρυθμό είναι σίγουρη επιτυχία σε κάθε RnB πάρτι ενώ το «Never Say Never» αποδίδει φόρο τιμής στο dancehall rap της δεκαετίας του ‘90. Τελευταίο άφησα αυτό που θεωρώ καλύτερο κομμάτι του δίσκου. Το «1.52 A.M.». Είναι μια μικρή ιστορία μεταξύ μιας κοπέλας, του πρώην και του νυν με εντελώς απροσδόκητο τέλος. Apathy, υποκλίνομαι.

Tom Waits - Bad As Me [2011]

Εφτά ολόκληρα χρόνια είχε να κυκλοφορήσει δίσκο μόνο με καινούρια τραγούδια. Το αποτέλεσμα είναι τόσο ανταποδοτικό όσο το περίμεναν αυτοί που το περίμεναν και τόσο «κάφρικο», όσο χρειάζονται αυτοί που κλείνουν τα αυτιά τους για να συνεχίσουν να τα έχουν κλειστά. Σε όλη του την καριέρα ο Tom Waits επανεφηύρε τη μουσική περσόνα του πολλές φορές. Η πιο χαρακτηριστική, ήταν όταν από τα μπλουζ με πιάνο και σαξόφωνο, πέρασε σ’ ένα δικό του είδος, με πολλά και ποικίλα κρουστά, κιθάρες και τη χαρακτηριστική – έχω καπνίσει 10 πακέτα τσιγάρα και έχω πιει 20 παγωμένες μπύρες – φωνή. Εδώ, στο «Bad As Me», πετάει τα πάντα στο μπλέντερ. Δυνατό φανκ αλά James Brown και Prince, μπαλάντες εξομολογητικές όπως αυτός ξέρει να φτιάχνει, κρουστά και περισσότερα χάλκινα από ποτέ. Μην ξεχάσω ότι είναι από τις λίγες φορές που υπάρχει και καλεσμένος σε δίσκο του. Όχι όποιος κι όποιος. Ο Keith Richards. Των Rolling Stones. (Παρεμπιπτόντως και αυτοί κυκλοφορούν νέο δίσκο!). Μέσα στο κόλπο, όπως πάντα, είναι και η σύζυγος Kathleen Brennan, που γράφει μαζί του τους στίχους.

Από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου είναι το τραγούδι «Satisfied», το οποίο είναι «απάντηση» στο «I cant get no satisfaction» των Rolling Stones. Μέσες άκρες λέει, κύριοι Jagger και Richards, μέχρι να πεθάνω σχεδιάζω να είμαι ικανοποιημένος με όποιο τρόπο μπορώ. «Now Mr. Jagger and Mr. Richards, I will scratch where I’ve been itching». Στα «Bad As Me» και «Hell Broke Luce» βρυχάται, φτύνει και διαμαρτύρεται για τον πόλεμο στο Ιράκ, ενώ λίγο παρακάτω ασχολείται με την οικονομική κρίση και τα χώνει όμορφα στους τραπεζίτες στο «Talking At The Same Time». Μετά από όλα αυτά, θέλει να τα παρατήσει όλα και να εξαφανιστεί («Get Lost»), γιατί, όπως λέει και στο πρώτο κομμάτι, ίσως τα πράγματα είναι καλύτερα στο Σικάγο. Τέλος, υπάρχει και το εξαιρετικό «Back In The Crowd», που ανήκει στο ξεχασμένο είδος Spanish Tinge.

Παρά τα 61 χρόνια του, η ενέργεια που βγάζει σε αυτό το δίσκο είναι αστείρευτη. Δίνει την ψυχή του σε κάθε κομμάτι και αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να λατρέψεις αυτό το δίσκο. Εφόσον το στομάχι σου αντέχει φυσικά.

Carolina Drama [The Raconteurs 2008]

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα σπίτι, κάπου στη Νότια Καρολίνα των Ηνωμένων Πολιτειών. Χωμένο σ’ ένα δάσος από αειθαλή δέντρα και αρκετά μακριά από τον πιο κοντινό ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Ήταν ξύλινο και είχε τσίγκινη οροφή. Παρόλο που έμπαινε η άνοιξη, μέσα ήταν πάντα χειμώνας. Τίποτα δεν πήγαινε καλά σε αυτούς που έμεναν εκεί, μέχρι που ένα πρωί όλα γαμήθηκαν. Αλλά ας πάρουμε τα γεγονότα από την αρχή.

Στο σπίτι αυτό έμενε ένα δεκάχρονο αγόρι, ο μεγαλύτερος αδερφός του - ο Μπίλλυ, ετών 17, η μάνα τους και ο γκόμενος της. Ο τύπος αυτός ήταν γύρω στο 1.90, γεροδεμένος, με τεράστια μπλε τατουάζ, τα περισσότερα από τα οποία τα είχε κάνει πριν καλά καλά κλείσει τα δεκαοχτώ. Συνήθως τριγυρνούσε κρατώντας ένα μπουκάλι ουίσκι στο χέρι του, έβριζε και κλοτσούσε ό,τι και όποιον βρισκόταν μπροστά του. Το μόνο θετικό, ήταν ότι δεν είχε όπλο. Το μόνο περιουσιακό του στοιχείο ήταν ένα αγροτικό φορτηγάκι, τόσο παλιό και σαραβαλιασμένο, που δεν μπορούσες να καταλάβεις πια το χρώμα του. Συνήθως το χρησιμοποιούσε ο Μπίλλυ, για να πηγαίνει στην κοντινή πόλη.

Πάνω σ’ αυτό το φορτηγάκι ξύπνησε ο Μπίλλυ εκείνο το πρωί. Συγκεκριμένα μέσα στην καρότσα. Σηκώθηκε και ζαλισμένος ακόμα από τον ύπνο, πήγε πίσω από το σπίτι να κατουρήσει. Κοίταξε αφηρημένα μέσα από το παράθυρο. Άκουσε φασαρία. Όταν κατάφερε να συγκεντρωθεί, του κόπηκαν τα πόδια βλέποντας το γκόμενο της μάνας του να πλακώνει στο ξύλο ένα παπά μέσα στο σαλόνι. Τα λιγοστά έπιπλα είχαν φύγει από τη θέση τους και υπήρχαν γυαλιά παντού στο πάτωμα. Είδε να κρατάει στο χέρι του ένα σφυρί και να τον βαράει όπου βρει. Ο παπάς πάλευε με όλες τις δυνάμεις του, αλλά ήταν πολύ γέρος για να αντιδράσει. Το πρόσωπό του είχε ήδη αρχίσει να πρήζεται. Ήταν κάτω στο πάτωμα και ήταν έτοιμος να παραδοθεί.

Ο Μπίλλυ έκανε ένα βήμα πίσω παραπατώντας και έπεσε. Γύρισε το κεφάλι του και ξέρασε στο χώμα. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ αυτό τον παπά, αλλά βαθιά μέσα του ένοιωσε σα να τον ξέρει από κάπου. Μια φωνή στο μυαλό του έλεγε «αυτός πρέπει να είναι ο πατέρας μου». Ασυναίσθητα έσφιξε τις γροθιές του. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Μάζεψε όλο το κουράγιο που βρήκε, σηκώθηκε και έψαξε τριγύρω να βρει κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Πήγε προς την πόρτα και σήκωσε ένα από τα κρύα, γυάλινα μπουκάλια γάλα. Κάθε πρωί στις εννιά, ο γαλατάς άφηνε δύο τέτοια έξω από την πόρτα τους.

Μπήκε μέσα και κοπάνισε με δύναμη την πόρτα πίσω του. Είδε τα αίματα στο πάτωμα. Η μάνα του πιο δίπλα ήταν σαν φάντασμα. Δεν κουνιόταν, δε μιλούσε. Ήταν τόσο ταραγμένη που δεν μπορούσε καλά καλά να κλάψει. Έκανε ένα αποφασιστικό βήμα μπροστά και κάτι πήγε να πει αλλά το μόνο που βγήκε από το στόμα του ήταν ένας ακατανόητος ήχος. Άκουσε το γκόμενο να του ουρλιάζει «βγες έξω».

«Όχι πριν μάθω τι γίνεται εδώ» κατάφερε να απαντήσει.

«Αυτός ο πούστης επιτέθηκε στη μάνα σου», του φώναξε ξανά, αλλά ο Μπίλλυ ήξερε ότι αυτά ήταν μαλακίες. Έκανε ακόμα ένα βήμα μπροστά. Σήκωσε ψηλά το μπουκάλι και το κατέβασε με όλη του τη δύναμη ανάμεσα στα έκπληκτα μάτια του γκόμενου της μάνας του.

Το μπουκάλι έσπασε σε χιλιάδες κομμάτια και το άσπρο γάλα άρχισε να τρέχει μαζί με το αίμα στο πάτωμα. Το χτύπημα στο κεφάλι έκανε τη δουλειά του και το άψυχο πια σώμα του, έπεσε κάτω με θόρυβο. Για μερικά δευτερόλεπτα ο Μπίλλυ χάζευε τις λιμνούλες από αίμα και γάλα. Κόκκινο και άσπρο. Μετά κοίταξε τον παπά και του έβαλε τις φωνές.

«Γιατί έπρεπε να έρθεις εδώ;»

Η μάνα του άνοιξε το ντουλάπι και έβγαλε ένα φάκελο γεμάτο λεφτά. «Μας έφερε αυτά» είπε, «αυτός πληρώνει τα πάντα τόσα χρόνια» και ξέσπασε σε κλάματα.

Τρείς ώρες αργότερα είχαν μπει όλοι στο φορτηγάκι. Το πτώμα το έθαψαν λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι. Ο Μπίλλυ κάθισε στη θέση του οδηγού. Ένοιωσε αυτή την ανακούφιση που αισθάνεται κάποιος όταν κάνει κάτι γνώριμο. Του άρεσε να οδηγάει αυτό το φορτηγάκι. Όταν βγήκε στην εθνική ένιωσε ελεύθερος. Είδε μία πασχαλίτσα να κάθεται στο παρμπρίζ και να παλεύει να κρατηθεί εκεί. Πάτησε το γκάζι για να την κάνει να φύγει. Έκοψε ξανά. Έπαιζε μαζί της. Η πασχαλίτσα ήταν ακόμα εκεί. Χαμογέλασε. Είχε καιρό να χαμογελάσει.