Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Carolina Drama [The Raconteurs 2008]

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα σπίτι, κάπου στη Νότια Καρολίνα των Ηνωμένων Πολιτειών. Χωμένο σ’ ένα δάσος από αειθαλή δέντρα και αρκετά μακριά από τον πιο κοντινό ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Ήταν ξύλινο και είχε τσίγκινη οροφή. Παρόλο που έμπαινε η άνοιξη, μέσα ήταν πάντα χειμώνας. Τίποτα δεν πήγαινε καλά σε αυτούς που έμεναν εκεί, μέχρι που ένα πρωί όλα γαμήθηκαν. Αλλά ας πάρουμε τα γεγονότα από την αρχή.

Στο σπίτι αυτό έμενε ένα δεκάχρονο αγόρι, ο μεγαλύτερος αδερφός του - ο Μπίλλυ, ετών 17, η μάνα τους και ο γκόμενος της. Ο τύπος αυτός ήταν γύρω στο 1.90, γεροδεμένος, με τεράστια μπλε τατουάζ, τα περισσότερα από τα οποία τα είχε κάνει πριν καλά καλά κλείσει τα δεκαοχτώ. Συνήθως τριγυρνούσε κρατώντας ένα μπουκάλι ουίσκι στο χέρι του, έβριζε και κλοτσούσε ό,τι και όποιον βρισκόταν μπροστά του. Το μόνο θετικό, ήταν ότι δεν είχε όπλο. Το μόνο περιουσιακό του στοιχείο ήταν ένα αγροτικό φορτηγάκι, τόσο παλιό και σαραβαλιασμένο, που δεν μπορούσες να καταλάβεις πια το χρώμα του. Συνήθως το χρησιμοποιούσε ο Μπίλλυ, για να πηγαίνει στην κοντινή πόλη.

Πάνω σ’ αυτό το φορτηγάκι ξύπνησε ο Μπίλλυ εκείνο το πρωί. Συγκεκριμένα μέσα στην καρότσα. Σηκώθηκε και ζαλισμένος ακόμα από τον ύπνο, πήγε πίσω από το σπίτι να κατουρήσει. Κοίταξε αφηρημένα μέσα από το παράθυρο. Άκουσε φασαρία. Όταν κατάφερε να συγκεντρωθεί, του κόπηκαν τα πόδια βλέποντας το γκόμενο της μάνας του να πλακώνει στο ξύλο ένα παπά μέσα στο σαλόνι. Τα λιγοστά έπιπλα είχαν φύγει από τη θέση τους και υπήρχαν γυαλιά παντού στο πάτωμα. Είδε να κρατάει στο χέρι του ένα σφυρί και να τον βαράει όπου βρει. Ο παπάς πάλευε με όλες τις δυνάμεις του, αλλά ήταν πολύ γέρος για να αντιδράσει. Το πρόσωπό του είχε ήδη αρχίσει να πρήζεται. Ήταν κάτω στο πάτωμα και ήταν έτοιμος να παραδοθεί.

Ο Μπίλλυ έκανε ένα βήμα πίσω παραπατώντας και έπεσε. Γύρισε το κεφάλι του και ξέρασε στο χώμα. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ αυτό τον παπά, αλλά βαθιά μέσα του ένοιωσε σα να τον ξέρει από κάπου. Μια φωνή στο μυαλό του έλεγε «αυτός πρέπει να είναι ο πατέρας μου». Ασυναίσθητα έσφιξε τις γροθιές του. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Μάζεψε όλο το κουράγιο που βρήκε, σηκώθηκε και έψαξε τριγύρω να βρει κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Πήγε προς την πόρτα και σήκωσε ένα από τα κρύα, γυάλινα μπουκάλια γάλα. Κάθε πρωί στις εννιά, ο γαλατάς άφηνε δύο τέτοια έξω από την πόρτα τους.

Μπήκε μέσα και κοπάνισε με δύναμη την πόρτα πίσω του. Είδε τα αίματα στο πάτωμα. Η μάνα του πιο δίπλα ήταν σαν φάντασμα. Δεν κουνιόταν, δε μιλούσε. Ήταν τόσο ταραγμένη που δεν μπορούσε καλά καλά να κλάψει. Έκανε ένα αποφασιστικό βήμα μπροστά και κάτι πήγε να πει αλλά το μόνο που βγήκε από το στόμα του ήταν ένας ακατανόητος ήχος. Άκουσε το γκόμενο να του ουρλιάζει «βγες έξω».

«Όχι πριν μάθω τι γίνεται εδώ» κατάφερε να απαντήσει.

«Αυτός ο πούστης επιτέθηκε στη μάνα σου», του φώναξε ξανά, αλλά ο Μπίλλυ ήξερε ότι αυτά ήταν μαλακίες. Έκανε ακόμα ένα βήμα μπροστά. Σήκωσε ψηλά το μπουκάλι και το κατέβασε με όλη του τη δύναμη ανάμεσα στα έκπληκτα μάτια του γκόμενου της μάνας του.

Το μπουκάλι έσπασε σε χιλιάδες κομμάτια και το άσπρο γάλα άρχισε να τρέχει μαζί με το αίμα στο πάτωμα. Το χτύπημα στο κεφάλι έκανε τη δουλειά του και το άψυχο πια σώμα του, έπεσε κάτω με θόρυβο. Για μερικά δευτερόλεπτα ο Μπίλλυ χάζευε τις λιμνούλες από αίμα και γάλα. Κόκκινο και άσπρο. Μετά κοίταξε τον παπά και του έβαλε τις φωνές.

«Γιατί έπρεπε να έρθεις εδώ;»

Η μάνα του άνοιξε το ντουλάπι και έβγαλε ένα φάκελο γεμάτο λεφτά. «Μας έφερε αυτά» είπε, «αυτός πληρώνει τα πάντα τόσα χρόνια» και ξέσπασε σε κλάματα.

Τρείς ώρες αργότερα είχαν μπει όλοι στο φορτηγάκι. Το πτώμα το έθαψαν λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι. Ο Μπίλλυ κάθισε στη θέση του οδηγού. Ένοιωσε αυτή την ανακούφιση που αισθάνεται κάποιος όταν κάνει κάτι γνώριμο. Του άρεσε να οδηγάει αυτό το φορτηγάκι. Όταν βγήκε στην εθνική ένιωσε ελεύθερος. Είδε μία πασχαλίτσα να κάθεται στο παρμπρίζ και να παλεύει να κρατηθεί εκεί. Πάτησε το γκάζι για να την κάνει να φύγει. Έκοψε ξανά. Έπαιζε μαζί της. Η πασχαλίτσα ήταν ακόμα εκεί. Χαμογέλασε. Είχε καιρό να χαμογελάσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου