Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

Μεθυσμένος και χαμένος

Καθόταν στο μπαρ της κουζίνας μόνος του ενώ το πρωτοχρονιάτικο πάρτι ήταν στο φόρτε του. Είχε χορέψει, είχε φλερτάρει –χωρίς επιτυχία, είχε πιει μεγάλη ποσότητα και μεγάλη ποικιλία ποτών και τώρα καθόταν, κρατώντας στο χέρι ένα ποτήρι που μάλλον δεν θυμόταν τι περιείχε.

Τρία παιδιά μπήκαν μέσα. Δεν του έδωσαν καμία σημασία αλλά δε νομίζω ότι τον ένοιαξε κιόλας. Ο ένας άνοιξε ένα καινούριο μπουκάλι από τη φτηνή σαμπάνια. Τέντωσε το χέρι με το ποτήρι πριν προλάβει κανένας άλλος και του το γέμισαν. Μέχρι να γεμίσουν οι υπόλοιποι άπλωνε για δεύτερη φορά το χέρι του με το άδειο ποτήρι στην άκρη. Αυτή τη φορά του έβαλαν λιγότερο αλλά δε νομίζω να το κατάλαβε. Έφυγαν κλείνοντας το φως. Έμεινε μόνος πάλι.

Σκεφτόταν την πρώην του. Που να ήταν αυτή τώρα; Έλειπε από τη ζωή του και ήταν δύσκολο να προχωρήσει παρακάτω. Είχε περάσει ένας χρόνος όμως. Για το 2009 έπρεπε να το πάρει απόφαση. Έπρεπε να δώσει ευκαιρίες σε άλλες κοπέλες να του κλέψουν την καρδιά. Προς το παρόν όμως φαινόταν να απολαμβάνει τη μοναξιά και τις σκέψεις του στη σκοτεινή κουζίνα ενώ οι υπόλοιποι χόρευαν στους ήχους της μουσικής του. Καθόταν πετρωμένος σ’ εκείνο το σκαμπό. Η μουσική ήταν ένα μακρινό ηχητικό φόντο που δεν τον άγγιζε καθόλου. Οι σκέψεις του οδηγούσαν το βλέμμα του στο άπειρο και το άπειρο είναι επικίνδυνο μέρος για να πηγαίνει κανείς. Δεν πρόκειται ποτέ να φτάσεις οπότε τράβα για κάπου αλλού καλύτερα. Κάποιες στιγμές ωστόσο είναι λυτρωτικό. Παρατηρώντας τον από μακριά έλεγες πως θα μπορούσε να κάτσει εκεί για πάντα.

Μετά από κάποια ώρα η φίλη του η Λυδία τον πλησίασε.

«Είσαι καλά;»

Καμία απάντηση.

«Έλα να ξαπλώσεις».

Σηκώθηκε χωρίς να μιλήσει. Ανακατευόταν πολύ. Μέχρι να φτάσει στην πόρτα της κουζίνας του ερχόταν να ξεράσει. Επιστράτευσε το πιο νηφάλιο ύφος που διέθετε για να διασχίσει το σαλόνι που όλοι χόρευαν. Συγκεντρώθηκε στα πόδια του ώστε να μην πέσει ενώ παράλληλα προσπαθούσε να κάνει τη φάτσα του να δείχνει αδιάφορη. Δύσκολη δουλειά, αλλά δεν ήθελε να τον δει σε τέτοια χάλια η κοπέλα με το κόκκινο φόρεμα. Η σημερινή βραδιά ήταν χαμένη. Θα τη διεκδικούσε όμως μέχρι να την καταφέρει. Ίσως μετά από μερικά βράδια. Προσπάθησε να θυμηθεί το όνομά της καθώς έβγαινε από το σαλόνι αλλά ήταν αδύνατον. Δεν πειράζει. Θα το μάθει άλλη φορά. Πάντα αναβλητικός ήταν έτσι κι αλλιώς. Δεν θα το άλλαζε αυτό στα 24 και σίγουρα όχι μια βραδιά σαν και αυτή.

Για την ώρα έπρεπε να αδειάσει λίγο αλκοόλ από μέσα του με την παλιά μέθοδο. Περπάτησε γρήγορα μέχρι το μπάνιο. Σχεδόν έπεσε πάνω στην πόρτα αλλά αυτή αντί να ανοίξει διάπλατα, ίσα που άνοιξε και έσκασε πάνω στη μούρη του. Προσπάθησε άλλη μια φορά αλλά τίποτα. Ένα ζευγάρι με άγριες διαθέσεις μόλις είχε μπει μέσα. Ξαναμμένοι από το ποτό και τον ενθουσιασμό της νέας χρονιάς, θα έγραφαν μία ακόμα χαρούμενη, πρωτοχρονιάτικη ιστορία στο πάτωμα μιας τουαλέτας.

Προχώρησε προς το υπνοδωμάτιο και κάποιος του έβαλε ένα κουβά στο χέρι. Αδιαμαρτύρητα τον πήρε αγκαλιά και κάθισε στο κρεβάτι. Κάθε 5-10 λεπτά έβγαζε ένα ποτηράκι από τα πολλά που είχε πιει και την υπόλοιπη ώρα χανόταν στο τίποτα. Η όλη διαδικασία κράτησε καμιά ώρα. Κάθε τόσο πήγαινε να τον πάρει ο ύπνος και τα ξερατά κινδύνευαν να βρεθούν στο κρεβάτι και το πάτωμα. Ήταν εκεί η Λυδία όμως για να τα σώσει, κρατώντας τον κουβά και ρίχνοντας του δυνατές σφαλιάρες για να συνέλθει. Και τα κατάφερνε μια χαρά!

Ξαφνικά σηκώθηκε. Ζήτησε να πάει για ύπνο. Κάποιος του φώναξε ότι θα τον βάλουν να κοιμηθεί με μια κουκλάρα. Χαμογέλασε δύσπιστα, σίγουρα όμως σκεφτόταν πως σε πολύ λίγο θα εξακρίβωνε την ορθότητα αυτής της ανακοίνωσης. Με το που μπήκε στο δωμάτιο τα μάτια του πήγαν κατευθείαν στο διπλανό κρεβάτι. Σίγουρα υπήρχε κάποιος που κοιμόταν κάτω από αυτά τα σκεπάσματα. Ο πιο αξιόπιστος και αποδοτικός τρόπος για να το βεβαιώσει ήταν να πιάσει με το χέρι του το σημείο που μάλλον ήταν ο κώλος. Αλλά το ξανασκέφτηκε. Αν ήταν γυναικείος ήταν αρκετά μεγάλος για τα γούστα του. Έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ μεθυσμένος για να μπλέκει με τέτοιου είδους μπελάδες. Έπεσε στο κρεβάτι ξενερωμένος και με τα ρούχα.

Οι πρώτες ώρες του 2009 είχαν περάσει, το αλκοόλ είχε αρχίσει να εξατμίζεται από το αίμα και ο πρωινός ήλιος θύμισε σε όλους τη νύστα τους. Η μουσική σταμάτησε, ο κόσμος άρχισε να φεύγει. Το πάρτι είχε τελειώσει.