Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Invitation to the blues [Tom Waits 1976]

Κατέβηκε από το υπεραστικό λεωφορείο μ’ ένα μικρό σακίδιο στον ώμο. Όσα είχε, χωρούσαν εκεί μέσα. Διάβολε. Ήταν όσα χρειαζόταν. Έσυρε τα πόδια του μέχρι το κοντινότερο φαγάδικο. Κάθισε. Την είδε να ακουμπάει τους αγκώνες της στον πάγκο. Μια κινούμενη πρόκληση. Με την ποδιά της, το εφαρμοστό, κοντό μπλε φόρεμα, τα χαμηλά τακούνια και τα πλούσια ξανθά μαλλιά που έπεφταν ως την πλάτη. Αναρωτήθηκε αν είναι ελεύθερη. Πως θα μπορούσε να την πλησιάσει;
Εκείνη ήταν μοναχικός τύπος. Περιφερόταν ανάμεσα στα τραπέζια, έπαιρνε παραγγελίες και σέρβιρε. Που και που αστειευόταν με κάποιον πελάτη. Του άρεσε αυτό. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
«Πώς θες τ’ αυγά;» τον ρώτησε, «σφιχτά ή μελάτα;».
«Όπως τρως εσύ τα δικά σου» της απάντησε και αυτή χαμογέλασε φεύγοντας.
Τον είχε παρατηρήσει και αυτή. Ήταν όμορφος. Ψηλός και γεροδεμένος. Σίγουρα επαρχιώτης. Αλλά τα σκισμένα παπούτσια σήμαιναν έλλειψη χρημάτων. Και η έλλειψη χρημάτων σήμαινε μπελάδες. Ήταν ευτυχισμένη όταν τα είχε με τον τραπεζίτη. Ήταν αρκετά μεγαλύτερος, αλλά έτσι είχε το δικό της αυτοκίνητο και λογαριασμό στην τράπεζα. «Μπαμπάκα» τον φώναζε και αυτός της αγόραζε τα καλύτερα πράγματα. Και είχε συνηθίσει σε όλα αυτά. Όταν είσαι 19 χρονών συνηθίζεις εύκολα. Μέχρι που την άφησε για μία «καθώς πρέπει» και αυτή την «αγαπούσε» μόνο μερικά βράδια τη βδομάδα, χωρίς ποτέ να της πει «σ’ αγαπώ». Έπρεπε να το είχε καταλάβει. Να πάρει τα μέτρα της. Γιατί μετά της πήραν το αυτοκίνητο και τ’ ακριβά παπούτσια. Αναγκάστηκε να πιάσει αυτή την αναθεματισμένη δουλειά για να μπορεί να πληρώνει το νοίκι.
Πέρασε πάλι από το τραπέζι του και γέμισε ξανά με καφέ το φλιτζάνι του. Ακολουθούσε τις κινήσεις της με τα μάτια του. Ήπιε τον καφέ αργά. Πλήρωσε το λογαριασμό και βγήκε έξω να περπατήσει. Έπρεπε να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά. Ήταν 21 χρονών και ίσως ήταν η πρώτη φορά που έφευγε τόσο μακριά από το χωριό του. Δεν άντεχε άλλο να μένει στο πουθενά. Στα σοκάκια γύρω από το σταθμό των λεωφορείων η ζέστη ήταν ανυπόφορη παρόλο που σουρούπωνε. Αλλά ήταν στην πόλη. Δεν τον ένοιαζε. Έψαξε την τσέπη του. Είχε 30 δολάρια ακόμα. Πέρασε μπροστά από ένα βενζινάδικο. Ζητούσαν υπάλληλο. Μπήκε ξανά στο πούλμαν. Οι υπόλοιποι επιβάτες άρχισαν να επιβιβάζονται.
Σκεφτόταν ακόμα τη σερβιτόρα. Τι χρειαζόταν για να έχεις μια γυναίκα σαν και αυτή; Ίσως θα έπρεπε να μείνει σε αυτή την πόλη. Να μην πάει παρακάτω. Θα μπορούσε να πιάσει δουλειά στο βενζινάδικο και να μείνει σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο. Θα μπορούσε να τρώει κάθε βράδυ εκεί που δούλευε αυτή. Τι στο διάολο είχε να χάσει; Πως το έλεγε πριν αυτός ο τύπος στο ραδιόφωνο; «Ούτε η νίκη διαρκεί για πάντα στη ζωή, αλλά ούτε και η ήττα». Μαύρη αισιοδοξία. Να μια καλή συμβουλή. Συνεχώς να προσπαθείς, χωρίς να αφήνεις τη χαρά ή την απογοήτευση να σε επηρεάζουν. Όλα είναι στο παιχνίδι.
Μία κυρία ερχόταν προς το μέρος του. Σηκώθηκε απότομα.
«Μπορείτε να πάρετε τη θέση μου» της είπε. «Εγώ κατεβαίνω εδώ». Βγήκε έξω κρατώντας πάντα το σακίδιό του. Πήρε το δρόμο προς το εστιατόριο. Λίγο πριν βγει από το σταθμό ένας δημοσιογράφος τον σταμάτησε και μία κάμερα εμφανίστηκε μπροστά στη μούρη του.
«Ποιά είναι η άποψή σου για την κυβέρνηση;»
«Για την κυβέρνηση; Γάμα την κυβέρνηση» φώναξε και συνέχισε το δρόμο του.
Μπήκε ξανά μέσα, έπιασε ένα τραπέζι και την έψαξε με το βλέμμα του. Ήταν εκεί. Ήταν ερωτευμένος. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Δύο μύγες κάθισαν στο τραπέζι του. Τις χτύπησε με το χέρι και τις δύο. Τις πέταξε στο πάτωμα, σκούπισε το χέρι στο τζιν και χαμογέλασε. Όλα θα πήγαιναν καλά…