Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

Πάντα υπάρχει ένας μαλάκας τριγύρω

Ήμουν 19 χρονών, η εξεταστική είχε μόλις τελειώσει και το καλοκαίρι μόλις άρχιζε. Σπούδαζα Μαθηματικά αλλά ήθελα να γίνω αρχιτέκτονας. Η μόνη αρχιτεκτονική που «έπιανα» ωστόσο ήταν αυτή της Ξάνθης και στο Μαθηματικό της Αθήνας πέρασα έναν ωραίο πρώτο χρόνο. Ποιος είχε όρεξη λοιπόν να τρέχει εκεί πάνω;
Στην Γ’ Λυκείου παρακολουθούσα μαθήματα σχεδίου σ’ ένα φροντιστήριο στο Παλαιό Ψυχικό, οπότε είχε γνωρίσει αρκετά παιδιά από την περιοχή. Ένας από αυτούς λοιπόν έκανε πάρτι και με είχε προσκαλέσει. Το σπίτι του τύπου ήταν τεράστιο. Το ίδιο και η αυλή, με πισίνα, γκαζόν, θάμνους, δεντράκια και δύο τεράστιους ευκαλύπτους. Κι όλα αυτά λουσμένα στο φως. Υπέροχα, σκέφτηκα και άρχισα να πίνω. Αλλά δεν κράτησα πολύ. Μετά από 2 ώρες άρχισα να παραπατάω, να μην καταλαβαίνω πολλά και να ξερνάω όπου βρω. Έδειχνα καθαρά προτίμηση όμως στα παρτέρια που ήταν μακριά από τον κόσμο. Το μόνο καλό ήταν ότι είχα κανονίσει να κοιμηθώ εκεί. Και αυτό ακριβώς έκανα. Έψαξα στο σπίτι, βρήκα ένα ελεύθερο κρεβάτι και έπεσα.
Η δυνατή μουσική και οι φωνές όμως με ξύπνησαν. Ήμουν εκτός τόπου και χρόνου. Κάθισα στο κρεβάτι και άφησα τα πράγματα του δωματίου να περιστρέφονται γύρω μου για λίγο. Πάντα έχει πλάκα να το κάνεις αυτό. Πρέπει να έρθεις σε ειρήνη με το μεθυσμένο εγκέφαλό σου. Να αφήνεις το χώρο να γυρίζει χωρίς καμία πνευματική προσπάθεια να τον σταματήσεις. Η ώρα ήταν 3:30. Φόρεσα το μαγιό μου, βγήκα πάλι στον κόσμο και έπεσα στην πισίνα. Αφού συνήλθα, κοινωνικοποίησα τον εαυτό μου με μια κοριτσοπαρέα από το φροντιστήριο και όταν οι τρεις από αυτές πήγαν να φέρουν ποτά άρχισα να φιλιέμαι με την τέταρτη. Ναι. Ήταν όντως ένα ωραίο πάρτι. Ο χρόνος ωστόσο είναι αμείλικτος όταν περνάς καλά. Η ώρα είχε περάσει, η μουσική και τα φώτα είχαν σβήσει και όσοι ήταν να φύγουν είχαν φύγει. Αποχαιρέτισα τις κοπέλες με φιλιά και μεθυσμένα πειράγματα. Ζαλιζόμουν ακόμα πολύ.
Άρχισα την αναζήτηση ελεύθερου κρεβατιού, ξεκινώντας από τον δωμάτιο που κοιμόμουν προηγουμένως. Άνοιξα διάπλατα την πόρτα και είδα ένα γυμνό ζευγάρι στο κρεβάτι μου. Συγκεκριμένα είχα πολύ καλή θέα στον τριχωτό κώλο του τύπου που ήταν από πάνω. Προσπάθησα να δω τίποτα από την κοπέλα αλλά τζίφος. Χαμογέλασα. Σταμάτησαν και με κοίταξαν.
«Αν κάνετε λίγο πιο δεξιά, ίσως θα μπορούσα να κοιμηθώ στην άλλη άκρη».
Τράβηξα γρήγορα την πόρτα και το θόρυβο της πρόσκρουσης του ιπτάμενου παπουτσιού συνόδεψε ένα ξερό «άντε γαμήσου». Αυτό προσπαθώ, σκέφτηκα χαμογελώντας ηλίθια.
Άνοιξα τη διπλανή πόρτα ενώ το ζευγάρι έπιανε ξανά το ρυθμό του. Ένας τύπος μόλις έμπαινε κάτω από τα σκεπάσματα σ’ ένα διπλό κρεβάτι.
«Περιμένεις παρέα ή μπορώ να την πέσω για ύπνο εδώ;»
«Ναι, βέβαια μπορείς. Ξάπλωσε».
«Οκ. Μια χαρά».
Έβγαλα το τζιν μου και ξάπλωσα. Μετά από 10 λεπτά κι ενώ ήμουν έτοιμος να κοιμηθώ νιώθω το χέρι του να πιέζεται στον κώλο μου. Τι στο διάολο, σκέφτηκα. Δε μίλησα όμως. Στο κάτω κάτω με άφησε να κοιμηθώ στο κρεβάτι. Τραβήχτηκα μέχρι την άκρη του κρεβατιού, σε απόσταση ασφαλείας. Αυτή τη φορά όμως θα περίμενα να κοιμηθεί αυτός πρώτα. Πριν προλάβει να περάσει λίγη ώρα όμως, άρχισε να με χαϊδεύει στην πλάτη. Προσπάθησα να είμαι ψύχραιμος.
«Φίλε τι στο διάολο τρέχει εδώ;» Δεν απάντησε, αλλά μάζεψε το χέρι του.
«Γαμώ το κέρατό μου» φώναξα και σηκώθηκα. «Δεν μπορεί κανείς να κοιμηθεί σ’ αυτό το μπουρδέλο». Πήρα το μαξιλάρι μου και πήγα στο σαλόνι.
Όλοι οι καναπέδες ήταν πιασμένοι. Πλησίασα αυτόν που μου φάνηκε μεγαλύτερος, έβαλα το μαξιλάρι μου και ψιθύρισα «μπορώ να κοιμηθώ εδώ; Όλα τ’ άλλα είναι γεμάτα». Η κοπέλα που κοιμόταν εκεί μου έριξε μια ματιά, γύρισε την πλάτη και συνέχισε να κοιμάται. Το πήρα για ναι. Ξάπλωσα όσο πιο ήσυχα μπορούσα για να μην την ενοχλήσω. Προσπάθησα να διακρίνω αν ήταν όμορφη ή αν την ήξερα αλλά δεν έβλεπα τίποτα. Κάτω απ’ τις πιτζάμες πάντως, φαινόταν να έχει ωραίο σώμα. 10 λεπτά αργότερα δε με έπαιρνε ο ύπνος. Άρχισα να χαϊδεύω την κοιλίτσα της απαλά. Καμία αντίδραση. Κοιμόταν βαθιά. Συνέχισα αρκετή ώρα και μετά άρχισα να χαϊδεύω τα πόδια της και να ανεβαίνω πάλι προς την κοιλιά της. Ήταν ωραία. Είχα ήδη αρχίσει να νιώθω αγάπη γι’ αυτή την άγνωστη κοπέλα. Δεν κρατήθηκα άλλο και της έπιασα το αριστερό στήθος. Γύρισε απότομα. Μου έριξε αγκωνιά στο πρόσωπο αλλά δεν το έκανε επίτηδες.
«WHAT THE FUCK», φώναξε χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει ακόμα τι ακριβώς είχε συμβεί.
«Σσσσς», της είπα ψιθυριστά. «Θα ξυπνήσεις τον κόσμο». Σηκώθηκα και πήρα το μαξιλάρι στα χέρια μου. Με κοίταζε. Την κοίταζα. Η στύση μου την κοίταζε. Το παρατήρησε και η αμερικανίδα. Τα κατάλαβε όλα.
«WHAT THE FUCK WHERE YOU DOING? YOU WHERE TOUCHING ME?»
«Σσσσς, you’ll wake them. It’s not what it seems. Go back to sleep». Σ’ αυτό το σημείο άρχισα να φεύγω με πλάγια βήματα και μετά επιταχύνοντας πήρα το παντελόνι μου, μια τυχαία μπλούζα από το πάτωμα και βγήκα στον κήπο. Έριξα μια ματιά από το τζάμι. Φαινόταν να έχει ξαπλώσει πάλι αλλά δε θα το ρίσκαρα. Βγήκα έξω και πήρα ταξί για το σπίτι μου. Γδύθηκα και ξάπλωσα. Τι βραδιά και αυτή. Σίγουρα θα έχω μελανιασμένο μάτι αύριο.